τυπικαριό

τυπικαριό
το, Ν [τυπικάρης]
(στα καθολικά τών μονών τού Αγίου Όρους) χώρος φύλαξης τών εκκλησιαστικών βιβλίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυπικαριό — το χώρος στα μοναστήρια του Αγίου Όρους όπου φυλάγονται τα εκκλησιαστικά βιβλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”